- ρυζοφαγία
- η, Νβλ. ορυζοφαγία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορυζοφαγία — και ρυζοφαγία, η διατροφή που έχει ως βάση το ρύζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυζοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δ. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek